- αστρολογικός
- η , ό[ν] астрологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀστρολογικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολογικός — ή, ό (AM ἀστρολογικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στην αστρολογία … Dictionary of Greek
ἀστρολογικά — ἀστρολογικός of neut nom/voc/acc pl ἀστρολογικά̱ , ἀστρολογικός of fem nom/voc/acc dual ἀστρολογικά̱ , ἀστρολογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικῶν — ἀστρολογικός of fem gen pl ἀστρολογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικόν — ἀστρολογικός of masc acc sg ἀστρολογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικαῖς — ἀστρολογικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικαί — ἀστρολογικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικοῖς — ἀστρολογικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικοί — ἀστρολογικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικούς — ἀστρολογικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολογικῆς — ἀστρολογικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)